οστεοβριθής

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

-ές
γεμάτος από οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμοβριθής].