οφθαλμορρεπής

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ρρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ισο-ρρεπής].