Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ρρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ισορρεπής].