σκυλομούτρης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
-α, -ικο, θηλ. και -ισσα, Ν
σκυλομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούτρης (< μούτρο), πρβλ. κακο-μούτρης].