συσφιγκτήρας

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ο / συσφιγκτηρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο συσφίγγεται κάτι
2. τεχνολ. μηχανική διάταξη που χρησιμεύει για στερέωση, σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων
αρχ.
στενό ένδυμα που περισφίγγει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσφίγγω + επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. ἐλεγκ-τήρ].