συσφιγκτήρας

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

ο / συσφιγκτηρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο συσφίγγεται κάτι
2. τεχνολ. μηχανική διάταξη που χρησιμεύει για στερέωση, σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων
αρχ.
στενό ένδυμα που περισφίγγει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσφίγγω + επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. ἐλεγκτήρ].