σοβαροφανής
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-ες, Ν
αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθο-φανής].