σοβαροφανής

Greek Monolingual

-ες, Ν
αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθοφανής].