τετραθεΐα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek (Liddell-Scott)

τετραθεΐα: ἡ, τετραπλῆ θεότης, τετραθεΐαν νοσήσομεν Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 1, σ. 111D.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
το να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχει και τέταρτη θεότητα, τετραθεϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θεΐα (< -θεος < θεός), πρβλ. τρι-θεΐα].