τετραθεΐα
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek (Liddell-Scott)
τετραθεΐα: ἡ, τετραπλῆ θεότης, τετραθεΐαν νοσήσομεν Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 1, σ. 111D.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
το να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχει και τέταρτη θεότητα, τετραθεϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θεΐα (< -θεος < θεός), πρβλ. τρι-θεΐα].