τετραθεϊσμός
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
ο, Ν
εκκλ. χριστιανική αίρεση σύμφωνα με τη διδασκαλία της οποίας εκτός από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, που λαμβάνονται χωρισμένα το ένα από το άλλο, υπάρχει και τέταρτη υπόσταση, η κοινή ουσία τών τριών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratheism < τετρ(α)- + -θεϊσμός (< θεός + κατάλ. -ισμός)].