τριφαής

From LSJ
Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφαής: -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, τριλαμπής, Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπτα-φαής].

German (Pape)

ές, in dreifachem Lichte, Sp.