υπερόριος

From LSJ
Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους
2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία
α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», Πλάτ.)
β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορία
μσν.
(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένος
μσν.-αρχ.
1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα της πατρίδας του, ξενιτεμένος
2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος
3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.
β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)
αρχ.
1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόρια
α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)
β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», Ξεν.)
επίρρ...
ὑπερορίως Μ
πέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθ-όριος].