φυσίφρων

From LSJ
Revision as of 16:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

German (Pape)

[Seite 1319] ὁ, ἡ, s. φυσήφρων.

Russian (Dvoretsky)

φῡσίφρων: 2, gen. ονος надутый, чванный (Aesch. - v. l. к περίφρων).

Greek (Liddell-Scott)

φυσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, πεφυσημένος τὰς φρένας, μάταιος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πεφυσημένος τὰς φρένας, μάταιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. σώ-φρων].