χειρολάβος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek (Liddell-Scott)

χειρολάβος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ σφενδόνη δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα χείρ, ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. ἐργο-λάβος].