αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
ἀσκοφόρος, -ον (Α)αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -φόρος < φέρω).