γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
έως (ὁ) :habitant ou originaire du dème Μελίτη.
Μελῐτεύς: έως ὁ житель или уроженец дема Мелита Dem.