Χρυσηΐς
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
French (Bailly abrégé)
Χρυσηΐδος (ἡ) :
Chryséis, fille de Chrysès ; αἱ Χρυσηΐδες ESCHL des captives comme Chryséis.
Étymologie: Χρύσης.
Greek Monotonic
Χρῡσηΐς: -ΐδος, ἡ, πατρωνυμ. του Χρύσης, -ου, ὁ, η κόρη του Χρύση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Χρῡσηΐς: ΐδος ἡ Хрисеида (дочь жреца Хриса, пленница Агамемнона) Hom., Aesch.