νεφοδρομώ
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
νεφοδρομῶ, -έω (Μ)
τρέχω διά μέσου τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρομώ].