τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
(I)και δρομάω (Α δρομῶ, -άω)τρέχωνεοελλ.παίρνω δρόμο, πορεύομαι.(II)δρομῶ (-όω) (Α)επισπεύδω.