δρομώ

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

(I)
και δρομάω (Α δρομῶ, -άω)
τρέχω
νεοελλ.
παίρνω δρόμο, πορεύομαι.
(II)
δρομῶ (-όω) (Α)
επισπεύδω.