νεφοδρομώ

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

νεφοδρομῶ, -έω (Μ)
τρέχω διά μέσου τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγοδρομώ].