Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζής

From LSJ
Revision as of 16:54, 1 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].