πλυνεύς
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, = πλύντης, πλύτης, B. A. 294; nach Moeris altattisch für das spätere κναφεύς, während Thom. Mag. das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
πλῠνεύς: ὁ, = πλύντης, πλύτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 455, Πολυδ. Ζ΄, 39.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που πλένει κάτι, ο πλύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].