πλύντης
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
English (LSJ)
πλύντου, ὁ, clothes-cleaner, Poll.7.37, rejected by EM785.35; cf. πλύτης.
German (Pape)
[Seite 639] ὁ, der schmutzige Kleider durch Treten im πλυνός Waschende u. Reinigende, Poll. 7, 37; doch verwerfen die Gramm. die Form, s. Lob. Phryn. 256 u. πλύτης.
Greek (Liddell-Scott)
πλύντης: -ου, ὁ, (πλύνω) ὁ πλύνων ἐνδύματα, Πολυδ. Ζ΄, 37· ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς τύπος λέγεται ὅτι εἶναι πλύτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 785. 35. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.