πενηντάρης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -α
αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, πεντηκοντούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσ-άρης)].