πενηντάρης

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -α
αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, πεντηκοντούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].