Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρό-καρδος)].