ανάλγητος
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλγητος, -ον)
(για ανθρώπους)
1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος
2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος
αρχ.
(για πράγματα)
1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη
2. ανηλεής, σκληρός
3. (για πρόσωπα) μη ευαίσθητος, απρόθυμος για εκδίκηση (Θουκ. Γ, 40).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλγῶ.
ΠΑΡ. αναλγησία
νεοελλ.
αναλγητικός].