πετρόκαρδος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρόκαρδος)].