φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
-ους, τὸ, Αφθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ος (πρβλ. ράκ-ος)].