κουρέλι
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
το
1. κομμάτι παλιού ή σχισμένου ρούχου, ράκος
2. άχρηστο κομμάτι υφάσματος
3. συνεκδ. καθετί φθαρμένο
4. άνθρωπος εξουθενωμένος από κούραση, ταλαιπωρία ή ψυχική οδύνη
5. φρ. α) «έγινα κουρέλι» — έγινα ερείπιο
β) «κάνω κάποιον κουρέλι» — καταρρακώνω, εξευτελίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλλιον, υποκορ. του κούρελλον < λατ. corellum < coriellum, υποκορ. του corium «δέρμα»].