ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
η, Νη ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].