ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
η, Ν(δομ.) το ικρίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ- του αορ. σκάλωσα του σκαλώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησ-ιά)].