Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπανέας

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο / σκαπανεύς, -έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν
αυτός που εργάζεται με τη σκαπάνη, που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του μηχανικού ο οποίος ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή σκαμπανάκι
2. μέλος της πρώτης βαθμίδας της ημιστρατιωτικής Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON) που είχε ιδρυθεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
3. μτφ. πρωτεργάτης, πρωτοπόροςσκαπανέας της συμφιλίωσης τών λαών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη + κατάλ. -εύς (πρβλ. μηχαν-εύς)].