ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
το, Νο σπόρος που έχει πέσει στη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρ-τός) + κατάλ. -μα (πρβλ. σπέρ-μα)].