σπάρμα

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

το, Ν
ο σπόρος που έχει πέσει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρτός) + κατάλ. -μα (πρβλ. σπέρμα)].