μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά
2. στον πληθ. οι σταλαμίδες
α) το νερό της βροχής όπως στάζει από τη στέγη
β) η υδρορρόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταθμ-ίδα)].