στάλα
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
Dor. for στήλη.
German (Pape)
[Seite 928] ἡ, dor. statt στήλη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. στήλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάλᾱ Dor. voor στήλη.
Russian (Dvoretsky)
στάλᾱ: (τᾱ) ἡ дор. = στήλη.
Greek (Liddell-Scott)
στάλα: Δωρ. ἀντὶ στήλη.
English (Slater)
στᾱλα (-αν, -ᾶν, -αισιν.)
a memorial stone εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)
b pl., pillars (of Herakles), symbol of the limits to which man can attain. Θήρων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν (O. 3.44) ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.12)
Greek Monolingual
(I)
ἡ, ΝΑ
(δωρ. τ.) βλ. στήλη.
(II)
η, Ν
1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει του νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.)
2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα»)
3. φρ. α) «ούτε μια στάλα» — καθόλου
β) «στάλα στάλα» — κατά σταγόνες, σε πολύ μικρές δόσεις, με το σταγονόμετρο
γ) «σαν τη στάλα στο κλαρί» — επί ξυρού ακμής, σε πολύ κρίσιμο σημείο
δ) «δεν έχει στάλα μυαλό» — είναι τελείως απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. σταλάζω, ενώ κατ' άλλους από θ. στα- του στάζω + κατάλ. -λα].
(III)
η, Ν
1. η κατάσταση ανάπαυσης τών αιγοπροβάτων, στάλισμα
2. ο χρόνος ανάπαυσης τών ζώων, η ώρα που σταλίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. σταλίζω].
Greek Monotonic
στάλα: Δωρ. αντί στήλη.