ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά
2. στον πληθ. οι σταλαμίδες
α) το νερό της βροχής όπως στάζει από τη στέγη
β) η υδρορρόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταθμίδα)].