στηθιαίος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός
αρχ.
1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος
2. φρ. «στηθιαῖοι ἀνδριάντες»
πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ραχ-ιαίος)].