στηθιαίος

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός
αρχ.
1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος
2. φρ. «στηθιαῖοι ἀνδριάντες»
πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ραχιαίος)].