στρογγυλάδα
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του στρογγυλού, στρογγυλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κατάλ. -άδα (πρβλ. ασπρ-άδα)].