τέτραθλος

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Greek (Liddell-Scott)

τέτραθλος: ὁ, ἡ, ὁ τεσσάρων ἄθλων ἀξιωθείς, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 223Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἆθλος (πρβλ. πέντ-αθλος)].