ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
τέτραθλος: ὁ, ἡ, ὁ τεσσάρων ἄθλων ἀξιωθείς, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 223Ε.
-ον, Μ
αυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἆθλος (πρβλ. πένταθλος)].