σωληνάριο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν
μικρός σωλήνας
νεοελλ.
σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές
μσν.
σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άριον)].