σωλήν
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
English (LSJ)
σωλῆνος, ὁ (also σωλῆνος, ὁ, Anan.Oxy.1087.57),
A channel, gutter, Archil.5, Aen.Tact.18.6, PPetr.2p.119 (iii B.C.), Ph.Bel.91.26,28.
2 pipe, Hdt.3.60, Hero Spir.1.1, al., Arr.Epict.4.11.9; κεραμεοῖ σωλῆνες Plu.2.526b; σκύτινος Str.16.2.13; μολίβδινος Gp.10.18.6; ventilation pipe, ib.2.27.2; ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς (for unguents) Plu. Galb.19 (pl.).
3 cylindrical box for keeping a broken limb straight, Hp.Off.14, Fract.16,22.
4 grooved tile, IG42(1).109 iv 116, 117 (Epid., iv B.C.), 11(2).203 B97 (Delos, iii B.C.), Hsch., etc.
5 solen, a shellfish, perhaps razor clam, razor shell, razorfish, Epich.42, Sophr.24, Philyll.13, Arist. HA528a18, 548a5, al., Gal.6.734.
6 membrum virile, Hsch.
7 the cavity of the spine, Poll.2.180.
8 grooved rails in which wheels run, Hero Aut.2.2; σωλῆνες καταπαλτῶν, σκορπίων σωλῆνες, IG22.1628.512,515, 1629.986,990.
9 vulgar name for lienteria, Steph. in Gal.1.314 D.
German (Pape)
[Seite 1059] σωλῆνος, ὁ, Rinne, Röhre, Kanal; Archil. bei E. M.; Her. 3, 60; Sp., wie D. Cass.; wegen der Ähnlichkeit eine Spritze, Medic.; eine hohle Falte im Kleide; ein Hohlziegel, Hesych.; vgl. Plut. de cupid. div. 7; – ein Schaalthier aus dem Meere, die sogen. Messerscheide, Arist. H. A. 4, 4 u. Ath. III, 90 d, auch αὐλοί, δόνακες u. ὄνυχες genannt.
French (Bailly abrégé)
σωλῆνος (ὁ) :
canal, conduit, tuyau.
Étymologie: DELG terme techn. obscur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωλήν, σωλῆνος, ὁ pijp, buis; geneesk. spalk. Hp. Off. 14.
Russian (Dvoretsky)
σωλήν: σωλῆνος ὁ
1 канава, канал, желоб, водопровод, Her., Plut.;
2 трубка для распыления благовоний, пульверизатор (ἀργυροῖ καὶ χρυσοῖ σωλῆνες Plut.);
3 зоол. морской черенок (моллюск Solenensis) Arst.
Spanish
Greek Monolingual
ο / σωλήν, σωλῆνος, ΝΜΑ και σωλήνα, η, Ν
1. κυλινδρικός επιμήκης αγωγός από μέταλλο ή άλλο υλικό για τη διοχέτευση υγρών ή αερίων (α. «σωλήνες ύδρευσης» β. «σκύτινος σωλήν», Στράβ.
γ. «κράμεοι σωλῆνες», Πλούτ.
δ. «τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων παραγίνεται εἰς τὴν πόλιν», Ηρόδ.)
2. η κοιλότητα της σπονδυλικής στήλης
3. ζωολ. είδος μαλακίου
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό και με σταθερή, κατά κανόνα, διατομή στοιχείο ενός αγωγού, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ενός ρευστού και για την ασφαλή τοποθέτηση καλωδίων, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
2. (πετρογρ.) βαθύ κυλινδρικό ή χοανοειδές μεταλλοφόρο σώμα που σχηματίστηκε είτε ως ηφαιστειακός λαιμός είτε στις θέσεις προϋπαρχόντων κατακόρυφων ρηγμάτων τα οποία διευρύνθηκαν από το ανερχόμενο μαγματικό υλικό, αλλ. σωληνοειδής ή σωληνόμορφη φλέβα
3. ανατ. πόρος, αγωγός, κοιλότητα μικρής διατομής με κυλινδρικό σχήμα (α. «πεπτικός σωλήνας» β. «αναπνευστικός σωλήνας»)
4. φρ. α) «ηχητικός σωλήνας»
φυσ. κλειστός στα δύο άκρα σωλήνας στον οποίο οδεύουν ηχητικά κύματα
β) «σωλήνας θερμότητας»
τεχνολ. διάταξη που είναι κατάλληλη για τη μεταφορά θερμότητας σε μεγάλες αποστάσεις υπό σχετικά χαμηλή διαφορά θερμοκρασίας, αλλ. θερμοσωλήνας
γ) «καθοδικός σωλήνας»
τεχνολ. βλ. καθοδικός
δ) «σωλήνας Πιτό»
φυσ. τύπος ανεμομέτρου
ε) «σωλήνας ροής»
φυσ. περιοχή του χώρου που περιβάλλεται από το σύνολο τών δυναμικών γραμμών πεδίου οι οποίες διέρχονται από ορισμένη κλειστή γραμμή
στ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας με πολύ μικρή εσωτερική διάμετρο
αρχ.
1. αυλάκι, διώρυγα
2. κυλινδρική θήκη, νάρθηκας για μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα
3. το ανδρικό μόριο
4. στον πληθ. οἱ σωλῆνες
αυλακωτές τροχιές («σωλῆνες καταπελτῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. από έναν αμάρτυρο τ. σωλος με το επίθημα -ήν (πρβλ. κωλήν, πυρήν). Η σύνδεση της λ. με τους τ. σῦριγξ και σαυρωτήρ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
σωλήν: σωλῆνος, ὁ, σωλήνας, δίοδος, αγωγός, οχετός, αυλάκι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σωλήν: σωλῆνος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σωληνάρ», Ἀρχίλ. 154, Ἡρόδ. 3. 60 σ. κεραμεοῦς Πλούτ. 2. 526Β· σκύτινος Στράβ. 754· μολίβδινος Γεωπ. 10, 18, 6 ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς προβαλεῖν ἄφνω σωλήνας ὥσπερ ὕδωρ τὸ μύρον ἐκχέοντος Πλουτ. Ιάβ. 19. 2) κυλινδρικὴ θήκη ἐν ᾗ μέλος τεθραυσμένον τηρεῖται ἀκίνητον καὶ εὐθύ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, πρβλ. 763D. 766A. 3) κέραμις ἔχων αὔλακα κοίλην, Λατ. im rex, Ἡσύχ. 4) ὀστρακόδερμον, τὸ νῦν καλούμενον, «σωλῆνα», Ἐπίχ. 23. 7 Ahr., Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 4., 5. 15, 14, κ. ἀλλ. 5) τὸ ἀνδρικὸν μόριον, Ἡσύχ. 6) ἡ κοιλότης τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 180.
Frisk Etymological English
σωλῆνος
Grammatical information: m.
Meaning: pipe, channel (Ion., Archil., hell. a. late). grooved tile (hell. inscr.); name of a crustacean, razor-fish (Dor. a. Att. com., Arist. a.o.; Thompson Fishes s.v.).
Compounds: As 1. member a.o. in σωληνοειδής pipe-shaped (Aen. Tact. a.o.); on σωληνοθήρας, σωληνοκέντης also Fraenkel Nom. ag. 2, 93 a. 108 f.
Derivatives: Dimin. σωλήνιον, σωληνίδιον, σωληνάριον, σωληνίσκος (hell. a. late); also σωληνωτός pipe-shaped (Lyd.) and the verbs σωληνίζω to hollow out with σωληνισμός (Ruf. ap. Orib.), σωληνόομαι to serve as a pipe (v.l. Paul. Aeg.). σωληνεύομαι = συμπεριφέρομαι (EM, H.); to this σωληνιστής m. razor-fisher (Phaenias ap. Ath.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as κωλήν, πυρήν a.o. (Schwyzer 487, Chantraine Form. 166 f.), so prob. first from a noun *σωλος (-ον). Further unclear; hypothesis by Solmsen Wortforsch. 129 ff. (where extensively on meaning a. attestations): from IE *tu̯ō-l- to σῦριγξ (s. v.) and σαυρωτήρ (but s.s.v. σαύρα). - So quite unknown. Furnée 172 n. 118 suggests that the word is Pre-Greek (giving words in -ην).
Frisk Etymology German
σωλήν: σωλῆνος
{sōlḗn}
Grammar: m.
Meaning: Röhre, Rinne (ion. seit Archil., hell. u. sp.). Hohlziegel (hell. Inschr.), N. eines Schaltiers, Schneidemuschel (dor. u. att. Kom., Arist. u.a.; Thompson Fishes s.v.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in σωληνοειδής = röhrenförmig (Aen. Tact. u.a.); zu σωληνοθήρας, σωληνοκέντης noch Fraenkel Nom. ag. 2, 93 u. 108 f.
Derivative: Davon die Demin. σωλήνιον, σωληνίδιον, σωληνάριον, σωληνίσκος (hell. u. sp.); außerdem σωληνωτός röhrenförmig (Lyd.) und die Verba σωληνίζω = aushöhlen mit σωληνισμός (Ruf. ap. Orib.), σωληνόομαι als Röhre dienen (v.l. Paul. Aeg.). σωληνεύομαι = συμπεριφέρομαι (EM, H.); dazu -ιστής m. Muschelfänger (Phaenias ap. Ath.).
Etymology: Bildung wie κωλήν, πυρήν u.a. (Schwyzer 487, Chantraine Form. 166 f.), somit wohl zunächst von einem Nomen *σωλος (-ον). Sonst unklar; Hypothese von Solmsen Wortforsch. 129 ff. (wo ausführlich über Bed. u. Belege): aus idg. *tu̯ō-l- zu σῦριγξ (s. d.) und σαυρωτήρ (s. σαύρα). Pelasg. Etymologie bei v. Windekens 136f. Ält. Lit. bei Bq.
Page 2,842
Léxico de magia
ὁ cañería de la cual se saca plomo para los ritos maléficos λαβὼν μόλιβον ἀπὸ ψυχροφόρου σωλῆνος ποίησον λάμναν toma plomo de una cañería de agua fría y haz una lámina P VII 397
Translations
pipe
Afrikaans: buis, pyp; Albanian: tub; Arabic: مَاسُورَة, أُنْبُوب; Armenian: խողովակ; Azerbaijani: boru, truba; Belarusian: труба; Bengali: নল; Bulgarian: тръба; Burmese: ပြွန်, ပိုက်; Catalan: tub, canonada; Chinese Mandarin: 管子; Czech: trubka, roura; Danish: rør; Dutch: buis, pijp; Esperanto: tubo; Estonian: toru; Finnish: putki; French: conduit, tuyau; Galician: cano, tubo; Georgian: მილები; German: Rohr; Greek: αγωγός, σωλήνας; Ancient Greek: σωλήν; Hebrew: צינור \ צִנּוֹר; Hindi: पाइप, नल; Hungarian: cső; Icelandic: rör; Indonesian: pipa; Irish: píopa; Italian: condotto, tubo; Japanese: パイプ; Kazakh: құбыр; Khmer: បំពង់, ទុយយោ; Korean: 파이프; Kyrgyz: труба; Lao: ທໍ່, ກະບອກ; Latin: canalis, tubus; Latvian: caurule; Lithuanian: vamzdis; Livonian: rūoŗ; Macedonian: цевка; Malay: paip; Maori: paipa, kōrere; Mongolian: хоолой; Norman: tuyau; Norwegian Bokmål: rør; Old English: þēote, pīpe; Persian: لوله; Polish: rura; Portuguese: cano, tubo, duto; Russian: труба, трубка; Serbo-Croatian Cyrillic: цев; Roman: cev; Slovak: rúra, trúbka; Slovene: cev; Somali: tuuboo; Spanish: tubería, tubo; Swahili: bomba; Swedish: rör; Tajik: қубур, лула; Thai: ท่อ, กระบอก; Tok Pisin: mambu; Turkish: boru; Turkmen: truba; Ukrainian: труба; Urdu: پائپ, نال; Uzbek: quvur, truba; Vietnamese: ống; Yiddish: רער; Zulu: ithumbu