σπρώξιμο

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή
β) (για άνδρα) η συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμο)].