σπρώχνω
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
Ν
1. ωθώ προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. α) προτρέπω, παρακινώ, παρασύρω («αυτός μέ έσπρωξε να το κάνω»)
β) εξωθώ προς τα άκρα, δεν δείχνω μετριοπάθεια («μην τά σπρώχνεις τα πράγματα»)
γ) (για άνδρα) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προωθῶ με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. σκύπτω < κύπτω), ενώ, κατ' άλλους, από αμάρτυρο εἰσπροωθῶ > εἰσπροώθω > εἰσπροώθνω > σπρώχνω].