σπρώχνω
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
Greek Monolingual
Ν
1. ωθώ προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. α) προτρέπω, παρακινώ, παρασύρω («αυτός μέ έσπρωξε να το κάνω»)
β) εξωθώ προς τα άκρα, δεν δείχνω μετριοπάθεια («μην τά σπρώχνεις τα πράγματα»)
γ) (για άνδρα) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προωθῶ με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. σκύπτω < κύπτω), ενώ, κατ' άλλους, από αμάρτυρο εἰσπροωθῶ > εἰσπροώθω > εἰσπροώθνω > σπρώχνω].