Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπρωξιά

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
το σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξιά)].