τρεμάμενος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε -άμενος τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. τρεχ-άμενος)].