φτερούγα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πτέρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. πτερύγι-ον, υποκορ. του πτέρυξ, -υγος με μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α), με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- και τροπή του -υ- σε -ου- υπό την επίδραση του ουρανικού -γ- που ακολουθεί (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σηπία: σουπιά)].